καρύκινος

καρύκινος
καρύκινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα τής καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ακάνθ-ινος, φοίνικ-ινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρυκίνων — καρύκινος of the colour of fem gen pl καρύκινος of the colour of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρύκινον — καρύκινος of the colour of masc acc sg καρύκινος of the colour of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • караковый — темно коричневая с бледными подпалинами на морде и в паху масть лошади . Возм., из чагат. kаrаɣ черный, темный (Радлов 2, 150). Поскольку в том же знач. выступает и каракулый, др. русск. каракулой, грам. 1518 г. (см. Корш, AfslPh 9, 510),… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • καρύκη — καρύκη, ἡ (Α) (ιδίως στη Λυδία) είδος σάλτσας με αίμα και μπαχαρικά («εἴποις δ ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Λυδική. ΠΑΡ. καρυκεύω αρχ. καρύκινος. ΣΥΝΘ. αρχ. καρυκοειδής, καρυκοποιός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”